- παλιλλογώ
- (Α παλιλλογῶ, -έω)λέγω πάλι αυτά που είπα, επαναλαμβάνωαρχ.ανακεφαλαιώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λογῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. *παλίλλογος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιλλογώ — ( είς, εί κτλ.), παλιλλόγησα, επαναλαμβάνω τα ειπωμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιλλογῶ — παλιλλογέω repeat pres subj act 1st sg (attic epic doric) παλιλλογέω repeat pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλιλλογία — η (ΑΜ παλιλλογία) [παλιλλογώ] νεοελλ. η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία μσν. αρχ. άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση αρχ. ανακεφαλαίωση … Dictionary of Greek